- ἀδιεξέταστος
- -ος,-ον A 0-0-0-0-1=1 Sir 21,18that will not stand up to examination, unconsidered
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
αδιεξέταστος — ἀδιεξέταστος, ον (Α) [διεξετάζω] 1. αυτός που δεν επιδέχεται εξέταση ή διερεύνηση 2. που δεν εξετάστηκε, ο αδιερεύνητος … Dictionary of Greek
ἀδιεξέταστοι — ἀδιεξέταστος that will not stand examinalion masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)